χήλων — χηλόω notch arrows imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) χηλόω notch arrows imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίσμα — Η διάσταση ομάδων πιστών από τη θρησκευτική τους κοινότητα. Με την έννοια αυτή το σ. συναντιέται σε διάφορες θρησκείες, όπως στο βουδισμό, στον τζαϊνισμό, στον ιουδαϊσμό και στον ισλαμισμό. Στο χριστιανισμό δείχνει, ιδιαίτερα, διαφωνία που… … Dictionary of Greek
ԿՃՂԱԿԱԲԱՇԽ — (ի, ից.) NBH 1 1103 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ԿՃՂԱԿԱԲԱՇԽ ԿՃՂԱԿԱՀԵՐՁ. ὁνυχιστήρ, ὁνυχίζων δύω χηλῶν, διχηλόν, τας ὀπλάς ungulam diviens, diffidens, ungulae fissuram habens. որ եւ ԿՃՂԱԿԱԲԱԺԻՆ. Չորքոտանի՝ որոյ կճղակքն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿՃՂԱԿԱՀԵՐՁ — (ի, աց.) NBH 1 1103 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ԿՃՂԱԿԱԲԱՇԽ ԿՃՂԱԿԱՀԵՐՁ. ὁνυχιστήρ, ὁνυχίζων δύω χηλῶν, διχηλόν, τας ὀπλάς ungulam diviens, diffidens, ungulae fissuram habens. *Թաթահերձ եւ կճղակաբաշխ. Օր. ՟Ժ՟Դ. 6. եւ 7 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)